- ἐπιπλοκῆς
- ἐπιπλοκήplaiting togetherfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαρβαρισμός — ο (AM βαρβαρισμός) [βαρβαρίζω] η χρησιμοποίηση εσφαλμένων τύπων λέξεων [«μιᾱς λέξεως κακία ὁ βαρβαρισμός, ἐπιπλοκῆς δε λέξεων ἀκαταλλήλων ὁ σολοικισμός» (βαρβαρισμός = γραμματικό σφάλμα, σολοικισμός = συντακτικό σφάλμα) (Απολλ. Δύσκολος)] νεοελλ … Dictionary of Greek
αγγειοχολοκυστίτιδα — Ταυτόχρονη φλεγμονή της χοληδόχου κύστης και των χοληφόρων πόρων. Αποτελεί συνηθισμένη μορφή επιπλοκής της χολολιθίασης. Η χρόνια α. οφείλεται συνήθως στη δράση κολοβακτηριδίων και, συχνά, εξελίσσεται σε οξεία … Dictionary of Greek